- επιδοκιμαστικός
- η , ό[ν] одобрительный;
επιδοκιμαστικές αναφωνήσεις — возгласы одобрения;
επιδοκιμαστικός ψίθυρος — одобрительный шёпот
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιδοκιμαστικές αναφωνήσεις — возгласы одобрения;
επιδοκιμαστικός ψίθυρος — одобрительный шёпот
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιδοκιμαστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδοκιμασία, που γίνεται για επιδοκιμασία («επιδοκιμαστικός ψίθυρος») … Dictionary of Greek
επιδοκιμαστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδοκιμασία, που γίνεται για επιδοκιμασία, εγκριτικός: Ακούστηκαν επιδοκιμαστικά σχόλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταφατικός — ή, ό (Α καταφατικός και καταφαντικός, ή, όν) [καταφάσκω] αυτός που δηλώνει κατάφαση, βεβαιωτικός, επιβεβαιωτικός, συναινετικός, επιδοκιμαστικός νεοελλ. φρ. α) «καταφατική κρίση» (λογ.) η κρίση στην οποία το κατηγορούμενο καταφάσκει στο υποκείμενο … Dictionary of Greek